FAQs About the word gimlet-eyed

Διορατικός

sharp-sighted

αστραφτερός,μάτια λύγκα,οξυδερκής,οξυδερκής,εύστοχος,παρατηρητικός,βλέποντας,παρατηρώντας,τυφλός

τυφλός,τυφλός,χωρίς μάτια,Τυφλός,αόρατος,μαντίλα στα μάτια,Μ' είδη δεμένα,μύωψ,Τυφλός σαν νυχτερίδα,αόρατος

gimcracks => Уагуа, gimcrackeries => μπιχλιμπίδια, gilts => κρατικά ομόλογα, gills => βράγχια, gillnetters => βραγχιόδιχτα,