FAQs About the word visionless

αόρατος

Destitute of vision; sightless.

τυφλός,τυφλός,χωρίς μάτια,Τυφλός,Τυφλός σαν νυχτερίδα,μαντίλα στα μάτια,Μ' είδη δεμένα,μύωψ,αόρατος

παρατηρητικός,βλέποντας,τυφλός,αστραφτερός,εύστοχος,παρατηρώντας,Διορατικός,μάτια λύγκα,οξυδερκής,οξυδερκής

visionist => οραματιστής, visioning => όραμα, visioned => οραματιστής, visionary => οραματιστής, visionariness => Όραμα,