FAQs About the word visiting

επισκέπτης

the activity of making visitsof Visit, a. & vb. n. from Visit.

βλέποντας,Κλήση (σε ή επάνω),έρχομαι ακάλεστος,Αναζητάω,αναζητώντας (έξω)

σκούπισμα (παράμερα ή μακριά),αγνοώντας,περιφρόνηση,δίνω την κρύα πλάτη

visiter => επισκεφθώ, visited => επισκέφτηκε, visite => επίσκεψη, visitatorial => επισκεπτικός, visitation right => Δικαίωμα επικοινωνίας,