Greek Meaning of visiting
επισκέπτης
Other Greek words related to επισκέπτης
Nearest Words of visiting
Definitions and Meaning of visiting in English
visiting (n)
the activity of making visits
visiting (p. pr. & vb. n.)
of Visit
visiting ()
a. & vb. n. from Visit.
FAQs About the word visiting
επισκέπτης
the activity of making visitsof Visit, a. & vb. n. from Visit.
βλέποντας,Κλήση (σε ή επάνω),έρχομαι ακάλεστος,Αναζητάω,αναζητώντας (έξω)
σκούπισμα (παράμερα ή μακριά),αγνοώντας,περιφρόνηση,δίνω την κρύα πλάτη
visiter => επισκεφθώ, visited => επισκέφτηκε, visite => επίσκεψη, visitatorial => επισκεπτικός, visitation right => Δικαίωμα επικοινωνίας,