Greek Meaning of visional

προσωρινός

Other Greek words related to προσωρινός

Definitions and Meaning of visional in English

Webster

visional (a.)

Of or pertaining to a vision.

FAQs About the word visional

προσωρινός

Of or pertaining to a vision.

Ονειροπόληση,Παραίσθηση,όνειρο,φαντασία,ψευδαίσθηση,κάστρο στην Ισπανία,Κάστρο στον αέρα,χίμαιρα,εγωισμός,φάντασμα

γεγονός,πραγματικότητα,πραγματικότητα

vision defect => Προβλήματα όρασης, vision => Όραμα, visigoth => Βησιγότθοι, visibly => ορατά, visibleness => Ορατότητα,