Greek Meaning of vision
Όραμα
Other Greek words related to Όραμα
- Ονειροπόληση
- Παραίσθηση
- όνειρο
- φαντασία
- ψευδαίσθηση
- κάστρο στην Ισπανία
- Κάστρο στον αέρα
- χίμαιρα
- εγωισμός
- φάντασμα
- φαντασία
- Φαντασίωση
- ψευδαίσθηση
- ιδέα
- Απεικόνιση
- Ανάκλαση
- εφιάλτης
- Φάντασμα
- Φαντασία
- Κάστρα στον αέρα
- μη πραγματικότητα
- πνευματικό τέκνο
- σύννεφο
- ποτό
- προληπτικός
- μύθος
- κατασκευή
- φανταχτερός
- Σκιάχτρο
- εφεύρεση
- μηδέν
- ουτοπία
- Οπτικοποίηση
- Φανούκι
Nearest Words of vision
Definitions and Meaning of vision in English
vision (n)
a vivid mental image
the ability to see; the visual faculty
the perceptual experience of seeing
the formation of a mental image of something that is not perceived as real and is not present to the senses
a religious or mystical experience of a supernatural appearance
vision (v.)
The act of seeing external objects; actual sight.
The faculty of seeing; sight; one of the five senses, by which colors and the physical qualities of external objects are appreciated as a result of the stimulating action of light on the sensitive retina, an expansion of the optic nerve.
That which is seen; an object of sight.
Especially, that which is seen otherwise than by the ordinary sight, or the rational eye; a supernatural, prophetic, or imaginary sight; an apparition; a phantom; a specter; as, the visions of Isaiah.
Hence, something unreal or imaginary; a creation of fancy.
vision (v. t.)
To see in a vision; to dream.
FAQs About the word vision
Όραμα
a vivid mental image, the ability to see; the visual faculty, the perceptual experience of seeing, the formation of a mental image of something that is not perc
Ονειροπόληση,Παραίσθηση,όνειρο,φαντασία,ψευδαίσθηση,κάστρο στην Ισπανία,Κάστρο στον αέρα,χίμαιρα,εγωισμός,φάντασμα
γεγονός,πραγματικότητα,πραγματικότητα
visigoth => Βησιγότθοι, visibly => ορατά, visibleness => Ορατότητα, visible speech => Ορατή ομιλία, visible spectrum => Ορατό φάσμα,