Greek Meaning of visionariness
Όραμα
Other Greek words related to Όραμα
Nearest Words of visionariness
Definitions and Meaning of visionariness in English
visionariness (n.)
The quality or state of being visionary.
FAQs About the word visionariness
Όραμα
The quality or state of being visionary.
Ιδεαλιστής,ιδεαλιστής,Ιδεολογικός,ιδεολογικός,Ανέφικτο,αισιόδοξος,δονκιχωτικός,Ρομαντικός,ουτοπικός,ελπιδοφόρος
αστραφτερός,εύστοχος,πεισματάρης,Πρακτικός,πραγματιστής,ρεαλιστικός,ασυναισθητος,σκληροτράχηλος,πρακτικός,Σκληραγωγημένος
visionaries => oραματιστές, visional => προσωρινός, vision defect => Προβλήματα όρασης, vision => Όραμα, visigoth => Βησιγότθοι,