Greek Meaning of moony
σεληνιακός
Other Greek words related to σεληνιακός
- αηδής
- τετριμμένος
- ονειρικός
- σταλαγματιώδης
- κολλώδες
- δακρύβρεχτος
- λιγούρης
- δακρυσμένος
- χυλώδης
- νοσταλγικός
- Σακχαρίνη
- δακρύβρεχτος
- μελό
- Συναισθηματικός
- μουσκεμένος
- με λαμπερά μάτια
- ζαχαρώδης
- Κουτί με σοκολάτες
- φρουτώδης
- ασαφής
- άνοστος
- Μελοδραματικός
- απρόσεκτος
- Γρανίτα (granita)
- σαπουνάδα
- σούπα
- κολλώδης
- αφρώδης
- αδιάφορος
- βρεγμένος
- Καλό αίσθημα
- ερωτευμένος
- μελό
- συναισθηματικός
- Ζαχαρωμένος
- επίπεδος
- μαλακό βραστό
- άνοστος
- γλυκόπικρος
- Υδαρής
- χαριτωμένος
- μυθιστορηματικός
- σαπουνόπερας
Nearest Words of moony
Definitions and Meaning of moony in English
moony (a)
lighted by moonlight
moony (s)
dreamy in mood or nature
moony (a.)
Of or pertaining to the moon.
Furnished with a moon; bearing a crescent.
Silly; weakly sentimental.
FAQs About the word moony
σεληνιακός
lighted by moonlight, dreamy in mood or natureOf or pertaining to the moon., Furnished with a moon; bearing a crescent., Silly; weakly sentimental.
αηδής,τετριμμένος,ονειρικός,σταλαγματιώδης,κολλώδες,δακρύβρεχτος,λιγούρης,δακρυσμένος,χυλώδης,νοσταλγικός
κυνικός,ατόφιος,ασυναισθητος,ακατέργαστος,πεισματάρης,σκληρόβραστος,Αντιαισθηματικός,σκληρός
moonwort => Σεληνόχορτο, moon-worship => λατρεία του φεγγαριού, moonwalk => Moonwalk, moonstone => σεληνίτης, moonsticken => Δεν υπάρχει,