Greek Meaning of twee

γλυκόπικρος

Other Greek words related to γλυκόπικρος

Definitions and Meaning of twee in English

Wordnet

twee (s)

affectedly dainty or refined

FAQs About the word twee

γλυκόπικρος

affectedly dainty or refined

Κουτί με σοκολάτες,αηδής,τετριμμένος,χαριτωμένος,σταλαγματιώδης,κολλώδες,δακρύβρεχτος,λιγούρης,Σακχαρίνη,δακρύβρεχτος

κυνικός,σκληρόβραστος,σκληρός,πεισματάρης,ασυναισθητος,Αντιαισθηματικός

tweak => Ρυθμίζω, twayblade => οφρύς, twang => Τουάνγκ, twain => δύο, twaddler => φλύαρος,