Greek Meaning of saccharine
Σακχαρίνη
Other Greek words related to Σακχαρίνη
- Συναισθηματικός
- απρόσεκτος
- κολλώδης
- αηδής
- τετριμμένος
- σταλαγματιώδης
- ασαφής
- κολλώδες
- δακρύβρεχτος
- λιγούρης
- χυλώδης
- δακρύβρεχτος
- μελό
- Γρανίτα (granita)
- μουσκεμένος
- σούπα
- ζαχαρώδης
- βρεγμένος
- Κουτί με σοκολάτες
- ερωτευμένος
- Ζαχαρωμένος
- ονειρικός
- φρουτώδης
- άνοστος
- Μελοδραματικός
- δακρυσμένος
- σεληνιακός
- νοσταλγικός
- σαπουνάδα
- μαλακό βραστό
- με λαμπερά μάτια
- αφρώδης
- άνοστος
- γλυκόπικρος
- αδιάφορος
- Υδαρής
- χαριτωμένος
- Καλό αίσθημα
- μυθιστορηματικός
- σαπουνόπερας
- μελό
- συναισθηματικός
Nearest Words of saccharine
Definitions and Meaning of saccharine in English
saccharine (s)
overly sweet
saccharine (a.)
Of or pertaining to sugar; having the qualities of sugar; producing sugar; sweet; as, a saccharine taste; saccharine matter.
saccharine (n.)
A trade name for benzoic sulphinide.
FAQs About the word saccharine
Σακχαρίνη
overly sweetOf or pertaining to sugar; having the qualities of sugar; producing sugar; sweet; as, a saccharine taste; saccharine matter., A trade name for benzo
Συναισθηματικός,απρόσεκτος,κολλώδης,αηδής,τετριμμένος,σταλαγματιώδης,ασαφής,κολλώδες,δακρύβρεχτος,λιγούρης
κυνικός,ατόφιος,ασυναισθητος,ακατέργαστος,σκληρόβραστος,πεισματάρης,Αντιαισθηματικός,σκληρός
saccharinate => Σακχαρίνη, saccharin => σακχαριν, saccharimetry => Ζακχαριμέτρηση, saccharimetrical => σακχαριμετρικός, saccharimeter => Σακχαρίμετρο,