Greek Meaning of maudlin
δακρύβρεχτος
Other Greek words related to δακρύβρεχτος
- Συναισθηματικός
- απρόσεκτος
- κολλώδης
- Κουτί με σοκολάτες
- αηδής
- τετριμμένος
- σταλαγματιώδης
- ασαφής
- κολλώδες
- λιγούρης
- χυλώδης
- Σακχαρίνη
- δακρύβρεχτος
- μελό
- Γρανίτα (granita)
- μουσκεμένος
- σούπα
- Ζαχαρωμένος
- ζαχαρώδης
- βρεγμένος
- χαριτωμένος
- ονειρικός
- Καλό αίσθημα
- φρουτώδης
- άνοστος
- ερωτευμένος
- Μελοδραματικός
- δακρυσμένος
- σεληνιακός
- νοσταλγικός
- μυθιστορηματικός
- σαπουνόπερας
- σαπουνάδα
- μελό
- συναισθηματικός
- με λαμπερά μάτια
- αφρώδης
- άνοστος
- αδιάφορος
- Υδαρής
Nearest Words of maudlin
Definitions and Meaning of maudlin in English
maudlin (s)
effusively or insincerely emotional
maudlin (a.)
Tearful; easily moved to tears; exciting to tears; excessively sentimental; weak and silly.
Drunk, or somewhat drunk; fuddled; given to drunkenness.
maudlin (n.)
Alt. of Maudeline
FAQs About the word maudlin
δακρύβρεχτος
effusively or insincerely emotionalTearful; easily moved to tears; exciting to tears; excessively sentimental; weak and silly., Drunk, or somewhat drunk; fuddle
Συναισθηματικός,απρόσεκτος,κολλώδης,Κουτί με σοκολάτες,αηδής,τετριμμένος,σταλαγματιώδης,ασαφής,κολλώδες,λιγούρης
κυνικός,ατόφιος,ασυναισθητος,ακατέργαστος,σκληρόβραστος,σκληρός,πεισματάρης
maudle => Μόντ, maudeline => Μοντέλιν, maud gonne => Μοντ Γκον, maud => Μοντ, maucaco => Μακάκος,