Greek Meaning of novelettish

μυθιστορηματικός

Other Greek words related to μυθιστορηματικός

Definitions and Meaning of novelettish in English

novelettish

sentimental, of, relating to, or characteristic of a novelette

FAQs About the word novelettish

μυθιστορηματικός

sentimental, of, relating to, or characteristic of a novelette

Συναισθηματικός,απρόσεκτος,κολλώδης,Κουτί με σοκολάτες,αηδής,τετριμμένος,σταλαγματιώδης,φρουτώδης,ασαφής,κολλώδες

ατόφιος,ασυναισθητος,ακατέργαστος,κυνικός,Αντιαισθηματικός,πεισματάρης

novelettes => νουβέλες, nouvelle => νέος, nourishes => τρέφει, notorieties => Διάσημος, notions => έννοιες,