Greek Meaning of unadulterated

ατόφιος

Other Greek words related to ατόφιος

Definitions and Meaning of unadulterated in English

Wordnet

unadulterated (s)

not mixed with impurities

without qualification; used informally as (often pejorative) intensifiers

Webster

unadulterated (a.)

Not adulterated; pure.

FAQs About the word unadulterated

ατόφιος

not mixed with impurities, without qualification; used informally as (often pejorative) intensifiersNot adulterated; pure.

καθαρός,απόλυτος,Καθαρός,φιλτραρισμένο,φρέσκος,καθαρός,απλός,εκλεπτυσμένος,ίσιος,δοκίμασε

Νοθευμένο,κράμα,Μολυσμένος,κατεστραμμένο,κατευνασμένος,αραιωμένο,Ακάθαρτος,μικτός,μολυσμένος,κακομαθημένος

unadulterate => αμιγής, unadorned => άκοσμος, unadoptable => υιοθεσία, unadmittable => μη αποδεκτός, unadmissible => απαράδεκτος,