FAQs About the word commingled

μικτός

to mix together, to blend thoroughly into a harmonious whole, to become commingled, to combine (funds or properties) into a common fund or stock

μικτός,συνδυασμένος,αναμεμιγμένα,μικτός,ενωμένος,σύνθετος,σύνθετο,λειωμένος,ενσωματωμένο,Coalescent

απλός,ασύνδετος,ανάμικτος,Μη σύνθετο

commercials => Διαφημίσεις, commercializing => εμπορευματοποίηση, commercialistic => εμπορικός, comments => σχόλια, commenting => σχολιάζοντας,