Greek Meaning of commentating
σχολιάζοντας
Other Greek words related to σχολιάζοντας
- Ανάλυση
- σχολιασμός
- clarifying
- Ερμηνεία
- αποκρυπτογράφηση
- διευκρινιστικός
- εξηγώντας
- Επεξηγώντας
- επεξεργάζεται
- γλωσσική ανάλυση
- εικονογραφική
- ερμηνεία
- απλούστευση
- διακαθάριση
- αποκωδικοποίηση
- επιδεικνύοντας
- απομυθοποίηση
- διαβιβάζω
- φωτιστικός
- επίλυση
- ορθογραφία
- αναλύοντας
- οριστικός
- ξεμπέρδεμα
- επίλυση
- καθορισμός
- ακύρωση
- ξετύλιγμα
- λύνοντας γρίφο
- αποκωδικοποίηση
- ξεμπέρδεμα
Nearest Words of commentating
Definitions and Meaning of commentating in English
commentating
to comment in a usually expository or interpretive manner, to give a commentary on, to act as a commentator
FAQs About the word commentating
σχολιάζοντας
to comment in a usually expository or interpretive manner, to give a commentary on, to act as a commentator
Ανάλυση,σχολιασμός,clarifying,Ερμηνεία,αποκρυπτογράφηση,διευκρινιστικός,εξηγώντας,Επεξηγώντας,επεξεργάζεται,γλωσσική ανάλυση
θόλωμα,ενοχλητικός,συγκεχυμένος,σύγχυση,αποπροσανατολιστικός,σκοτεινός
commentated => σχολιασμένο, commentaries => σχόλια, commensurately => Αναλόγως, commends => Επαινεί, commending => αποθεώνοντας,