Greek Meaning of elucidating
διευκρινιστικός
Other Greek words related to διευκρινιστικός
- clarifying
- επιδεικνύοντας
- εξηγώντας
- εικονογραφική
- Ανάλυση
- διακαθάριση
- Ερμηνεία
- οριστικός
- απομυθοποίηση
- Επεξηγώντας
- επεξεργάζεται
- φωτιστικός
- ερμηνεία
- απλούστευση
- σχολιασμός
- αποκρυπτογράφηση
- αποκωδικοποίηση
- ξεμπέρδεμα
- διαβιβάζω
- γλωσσική ανάλυση
- επίλυση
- επίλυση
- καθορισμός
- ορθογραφία
- ακύρωση
- ξετύλιγμα
- λύνοντας γρίφο
- ξεμπέρδεμα
Nearest Words of elucidating
Definitions and Meaning of elucidating in English
elucidating (p. pr. & vb. n.)
of Elucidate
FAQs About the word elucidating
διευκρινιστικός
of Elucidate
clarifying,επιδεικνύοντας,εξηγώντας,εικονογραφική,Ανάλυση,διακαθάριση,Ερμηνεία,οριστικός,απομυθοποίηση,Επεξηγώντας
σκοτεινός,θόλωμα,ενοχλητικός,συγκεχυμένος,σύγχυση,αποπροσανατολιστικός
elucidated => διασαφηνισμένο, elucidate => επεξηγώ, eluate => ελουάτο, elspar => έλσπαρ, elsin => Έλσιν,