Greek Meaning of resolving
επίλυση
Other Greek words related to επίλυση
- επιλέγω
- αποφασίζοντας
- υπισχνόμενος
- υπολογισμός
- εύρημα
- επιλέξιμο
- τελικός
- ονοματοδοτώντας
- συγκομιδή
- κυρίαρχος
- επιλογή
- εγκαθιστώντας (σε ή πάνω)
- κρίση
- κρίνοντας
- διαιτητικός
- Σκεπτόμενος
- δεδομένου ότι
- στοχαστικός
- Εκκαθάριση
- συζητώ
- διατάσσων
- σκεπτόμενος
- εκλογές
- Χειροδιαλογή
- κρίνοντας
- διαλογιζόμενος
- στοχαστικός
- προτιμώντας
- ερώτηση
- διαιτησία
- απόφαση για (κάτι)
- στοχαστικός/ή
- Επισημαίνοντας (έξω)
- σπουδάζει
- σκέψη (για ή πάνω από)
- ζύγισμα
Nearest Words of resolving
Definitions and Meaning of resolving in English
resolving (n)
analysis into clear-cut components
resolving (p. pr. & vb. n.)
of Resolve
FAQs About the word resolving
επίλυση
analysis into clear-cut componentsof Resolve
επιλέγω,αποφασίζοντας,υπισχνόμενος,υπολογισμός,εύρημα,επιλέξιμο,τελικός,ονοματοδοτώντας,συγκομιδή,κυρίαρχος
αποχή,μειούμενη,καθυστέρηση,ανακοπή,αρνούμαι,Απορριπτικός,στάση,απόρριψη,Διστακτικός,προσωρινός
resolver => λύτης, resolvent => Αναλύτης, resolvedness => Αποφασιστικότητα, resolvedly => αποφασιστικά, resolved => Επιλεγμένο,