Greek Meaning of opting
επιλέξιμο
Other Greek words related to επιλέξιμο
- επιλέγω
- αποφασίζοντας
- υπολογισμός
- τελικός
- υπισχνόμενος
- εύρημα
- προτιμώντας
- επίλυση
- εγκαθιστώντας (σε ή πάνω)
- κρίση
- κρίνοντας
- δεδομένου ότι
- στοχαστικός
- Εκκαθάριση
- συζητώ
- διατάσσων
- σκεπτόμενος
- εκλογές
- Χειροδιαλογή
- ονοματοδοτώντας
- συγκομιδή
- στοχαστικός
- κυρίαρχος
- απόφαση για (κάτι)
- επιλογή
- Επισημαίνοντας (έξω)
- σπουδάζει
- σκέψη (για ή πάνω από)
- ζύγισμα
Nearest Words of opting
Definitions and Meaning of opting in English
opting
to decide in favor of something, to make a choice
FAQs About the word opting
επιλέξιμο
to decide in favor of something, to make a choice
επιλέγω,αποφασίζοντας,υπολογισμός,τελικός,υπισχνόμενος,εύρημα,προτιμώντας,επίλυση,εγκαθιστώντας (σε ή πάνω),κρίση
μειούμενη,αρνούμαι,Απορριπτικός,αποχή,καθυστέρηση,ανακοπή,Διστακτικός,στάση,προσωρινός,απόρριψη
optimists => αισιόδοξοι, opted (for) => επέλεξε (για), opted => επέλεξε, opt (for) => επιλέγω (για), opprobriums => εμπόδια,
![rightside-image](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)
![rightside](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)