Greek Meaning of settling (on or upon)
εγκαθιστώντας (σε ή πάνω)
Other Greek words related to εγκαθιστώντας (σε ή πάνω)
- επιλέγω
- αποφασίζοντας
- υπισχνόμενος
- υπολογισμός
- εύρημα
- επιλέξιμο
- επίλυση
- τελικός
- απόφαση για (κάτι)
- Επισημαίνοντας (έξω)
- σκέψη (για ή πάνω από)
- κρίση
- κρίνοντας
- μασώντας
- Εκκαθάριση
- συζητώ
- διατάσσων
- σκεπτόμενος
- εκλογές
- κρίνοντας
- σκεπτόμενος για
- ονοματοδοτώντας
- συγκομιδή
- στοχαστικός
- προτιμώντας
- κυρίαρχος
- επιλογή
- σπουδάζει
- ζύγισμα
Nearest Words of settling (on or upon)
- settling (down) => Εγκατάσταση (κάτω)
- settles => καθιερώνεται
- settlers => έποικοι
- settlements => οικισμοί
- settled (on or upon) => διευθετημένος (επάνω ή επάνω)
- settled (down) => εγκατεστημένος
- settle (on or upon) => εγκατασταθεί (σε ή επάνω)
- settle (down) => εγκαθίσταμαι (κάτω)
- settings => ρυθμίσεις
- setting upon => με βάση
Definitions and Meaning of settling (on or upon) in English
settling (on or upon)
No definition found for this word.
FAQs About the word settling (on or upon)
εγκαθιστώντας (σε ή πάνω)
επιλέγω,αποφασίζοντας,υπισχνόμενος,υπολογισμός,εύρημα,επιλέξιμο,επίλυση,τελικός,απόφαση για (κάτι),Επισημαίνοντας (έξω)
αποχή,μειούμενη,αρνούμαι,Απορριπτικός,απόρριψη,καθυστέρηση,ανακοπή,Διστακτικός,στάση,προσωρινός
settling (down) => Εγκατάσταση (κάτω), settles => καθιερώνεται, settlers => έποικοι, settlements => οικισμοί, settled (on or upon) => διευθετημένος (επάνω ή επάνω),