Greek Meaning of settlers
έποικοι
Other Greek words related to έποικοι
Nearest Words of settlers
- settlements => οικισμοί
- settled (on or upon) => διευθετημένος (επάνω ή επάνω)
- settled (down) => εγκατεστημένος
- settle (on or upon) => εγκατασταθεί (σε ή επάνω)
- settle (down) => εγκαθίσταμαι (κάτω)
- settings => ρυθμίσεις
- setting upon => με βάση
- setting up => ρύθμιση
- setting store on => αποδίδω σημασία σε
- setting store by => εκτιμώ
Definitions and Meaning of settlers in English
settlers
one that settles something, someone who settles in a new region or colony, a person who settles in a new region
FAQs About the word settlers
έποικοι
one that settles something, someone who settles in a new region or colony, a person who settles in a new region
Αποικιστές,πρωτοπόροι,αποικιοκράτες,αποικιοκράτες,εξερευνητές,πρωτοπόροι,έποικοι,άντρες του βουνού,ιχνηλάτες,ξυλοκόπος
πολίτες,κάτοικοι,Γηγενείς,κάτοικοι,Αβορίγινες,Πολίτες,κάτοικοι
settlements => οικισμοί, settled (on or upon) => διευθετημένος (επάνω ή επάνω), settled (down) => εγκατεστημένος, settle (on or upon) => εγκατασταθεί (σε ή επάνω), settle (down) => εγκαθίσταμαι (κάτω),