Greek Meaning of chewing over
μασώντας
Other Greek words related to μασώντας
- συζητώ
- Διασκεδαστικό
- εξερεύνηση
- κοιτάζοντας
- Κοιτάζοντας
- στοχαστικός
- ερώτηση
- σπουδάζει
- ζύγισμα
- μασώντας
- δεδομένου ότι
- στοχαστικός
- παρατηρώντας
- σκεπτόμενος για
- να μελετάει ενδελεχώς (πάνω από)
- αναθεώρηση
- σκέψη (για ή πάνω από)
- πάλη (με)
- Ανάλυση
- Σκεπτόμενος
- σκεπτόμενος
- διαλογιζόμενος
- περιστρεφόμενος (peristrefómenos)
- στοχαστικός/ή
- στροφή
- σπάω το κεφάλι μου (για)
- βασανίζω το μυαλό μου (με)
- κλωτσώντας γύρω
- συλλογιζόμενος (κάτι)
- προετοιμάζω
- Αντανακλώντας (επάνω ή πάνω)
- απορροφητικός
- πιστεύων
- τελικός
- χώνεψη
- συλλογισμός
- συλλογίζομαι (για ή για)
- Πόση (μέσα)
- Κατοικία (σε ή πάνω)
- στερεώνει (σε ή πάνω σε)
- ανησυχία
- (για ή πάνω) σε καψούρα
- θυμούμενος
- εικαζόμενος (για)
Nearest Words of chewing over
Definitions and Meaning of chewing over in English
chewing over
to meditate on, to think over
FAQs About the word chewing over
μασώντας
to meditate on, to think over
συζητώ,Διασκεδαστικό,εξερεύνηση,κοιτάζοντας,Κοιτάζοντας,στοχαστικός,ερώτηση,σπουδάζει,ζύγισμα,μασώντας
αγνοώντας,αγνοώντας,θέα,απορρίπτω,Απορριπτικός,υποτιμητικό,κακάω,υποτιμάω
chewing on => μασώντας, chewed the rag => Κουβέντιαζε, chewed the fat => Κουβεντιάζω, chewed over => μασουλημένο, chewed out => μασημένο,