Greek Meaning of chicks
κοτοπουλάκια
Other Greek words related to κοτοπουλάκια
- παιδια
- ανήλικοι
- παιδιά
- Μωρά
- παλικάρια
- πίθηκοι
- σπράτος
- έφηβοι
- νέοι
- έφηβοι
- παιδιά
- Παιδιά
- παιδιά
- μπουμπούκια
- Κουταβάκια
- βρέφη
- παιδιά
- παιδιά
- παιδιά
- σαρδέλα
- βλαστάρι
- ψεκάζει
- έφηβοι
- κουτάβια
- νέοι
- νέοι
- Χερουβείμ
- χερουβείμ
- ανήλικοι
- νεογνό
- τανάλια
- παιδιά
- παιδιά
- Μπόμπι σόκερς
- διάβολοι
- διαβολεμένος
- δαιμóνια
- νηπιαγωγεία
- νηπιαγωγεία
- παιδιά
- σκανταλιές
- νεογνά
- νεοσσοί
- Νεογνά
- παιδιά προσχολικής ηλικίας
- Πρινήλικες
- παρανομίες
- παλιόπαιδα
- απατεώνες
- Χαλιάρης
- μαθητές
- μαθητές
- μαθήτριες
- μαθητές
- ξυριστικές μηχανές
- striplings
- προέφηβοι
- λιγάκι
- έφηβοι
- έφηβοι
- παιδιά
- Νήπια
- αγοροκόριτσα
- Νήπια
- Παιδιά που βρίσκονται στο μεταίχμιο παιδικής και εφηβικής ηλικίας
- πιτσιρίκια
- αχινοί
- Απογαλακτισμένοι
- μούλοι
Nearest Words of chicks
Definitions and Meaning of chicks in English
chicks
girl sense 1b, woman sense 1, a domestic chicken, girl, woman, chicken entry 1 sense 1, one newly hatched, child, the young of any bird
FAQs About the word chicks
κοτοπουλάκια
girl sense 1b, woman sense 1, a domestic chicken, girl, woman, chicken entry 1 sense 1, one newly hatched, child, the young of any bird
παιδια,ανήλικοι,παιδιά,Μωρά,παλικάρια,πίθηκοι,σπράτος,έφηβοι,νέοι,έφηβοι
ενήλικες,ηλικιωμένοι,ενήλικες,ηλικιωμένοι πολίτες,αρχαίοι,χρυσοί γέροντες,μεσήλικες,ηλικιωμένοι,παλιοσειρές,ηλικιωμένοι
chicken-livered => Κοτόπουλο συκώτι, chickening (out) => υποχωρώντας, chickened (out) => κότες (έξω), chicken snakes => κοτόπουλα φίδια, chicken (out) => κοτόπουλο (έξω),