Greek Meaning of middle-agers

μεσήλικες

Other Greek words related to μεσήλικες

Definitions and Meaning of middle-agers in English

middle-agers

the period of life from about 45 to about 64 years of age, the period of life from about 45 to about 64

FAQs About the word middle-agers

μεσήλικες

the period of life from about 45 to about 64 years of age, the period of life from about 45 to about 64

ενήλικες,αρχαίοι,παλιοσειρές,ηλικιωμένοι,ηλικιωμένοι πολίτες,ηλικιωμένοι,ηλικιωμένοι,γέροντες,Επιθεωρητές,ενήλικες

παιδια,Κουταβάκια,βρέφη,παιδιά,παιδιά,παιδιά,Νήπια,Νήπια,πιτσιρίκια,έφηβοι

middle-ager => μεσήλικας, middle schools => γυμνάσια, middle schooler => μαθητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, middle of the road => στη μέση του δρόμου, middle of nowhere => Στη μέση του πουθενά,