Greek Meaning of tads
λιγάκι
Other Greek words related to λιγάκι
- αγόρια
- παιδιά
- παιδιά
- έφηβοι
- έφηβοι
- Μπόιτσιξ
- αγόρια
- καλούντες
- ανήλικοι
- αγόρια
- τανάλια
- μοναχοί
- ξυριστικές μηχανές
- striplings
- παιδιά
- Νήπια
- νέοι
- νέοι
- boychicks
- (αδέσποτα παιδιά)
- άτακτοι
- αναμάρτητος
- δαιμóνια
- παιδιά
- παιδιά
- ανήλικοι
- παιδιά
- μαθητές
- ψεκάζει
- Νήπια
- Παιδιά που βρίσκονται στο μεταίχμιο παιδικής και εφηβικής ηλικίας
- πιτσιρίκια
- αχινοί
- μούλοι
- νέοι
Nearest Words of tads
Definitions and Meaning of tads in English
tads
bit entry 2 sense 1, a small child, a small or insignificant amount or degree, boy sense 1, boy, somewhat, rather
FAQs About the word tads
λιγάκι
bit entry 2 sense 1, a small child, a small or insignificant amount or degree, boy sense 1, boy, somewhat, rather
αγόρια,παιδιά,παιδιά,έφηβοι,έφηβοι,Μπόιτσιξ,αγόρια,καλούντες,ανήλικοι,αγόρια
No antonyms found.
tacks => τακούνια, tackles => αντιμετωπίζει, tacking (up) => καρφώνοντας (πάνω), tacking (on) => tacking (στο), tacked (up) => καρφιτσωμένο (πάνω),