Greek Meaning of tacking (up)
καρφώνοντας (πάνω)
Other Greek words related to καρφώνοντας (πάνω)
Nearest Words of tacking (up)
Definitions and Meaning of tacking (up) in English
tacking (up)
No definition found for this word.
FAQs About the word tacking (up)
καρφώνοντας (πάνω)
κάρφωμα,γύψωμα,καταχώρηση,διαφημίσεις,ανακοινώνω,τιμολόγηση,φλεγόμενος,εκπομπή,κλήση,δηλώνοντας
Απομάκρυνση,Κατεβάζω
tacking (on) => tacking (στο), tacked (up) => καρφιτσωμένο (πάνω), tacked (on) => καρφωμένο, tack (up) => καρφώνω, tack (on) => Καρφώνω (σε),