Greek Meaning of squirts
ψεκάζει
Other Greek words related to ψεκάζει
Nearest Words of squirts
- squirted => ψέκασε
- squirrelling (away) => αποκομίζω (χρήματα)
- squirrelled (away) => αποθηκευμένος (κάπου)
- squirreling (away) => Αποθήκευση (μακριά)
- squirreled (away) => κρύφτηκε (μακριά)
- squirrel (away) => εξοικονόμηση
- squirmy => σπασμωδικός
- squirming => στριφογυρίζοντας
- squirmed => στριφογυρίζω
- squiring => Ξυλοφόρος
- squoosh => αεροστεγνός
- squooshy => μαλακό
- stab in the back => Μαχαιριά στην πλάτη
- stabbed => μαχαιρωμένος
- stabbed in the back => μαχαιριά στην πλάτη
- stabbing in the back => μαχαιριά στην πλάτη
- stabled => στάβλισμα
- stabs => μαχαιριές
- stabs in the back => μαχαιριές στην πλάτη
- stack (up) => στοίβα (πάνω)
Definitions and Meaning of squirts in English
squirts
kid sense 1, to come forth or shoot out in a sudden rapid stream, the action of squirting, a disrespectful youngster, to come forth in a sudden rapid stream from a narrow opening, to cause to squirt, the action or an instance of squirting, an instrument (such as a syringe) for squirting a liquid, to wet with a sudden rapid stream, an impudent youngster, a small quick stream
FAQs About the word squirts
ψεκάζει
kid sense 1, to come forth or shoot out in a sudden rapid stream, the action of squirting, a disrespectful youngster, to come forth in a sudden rapid stream fro
αεριωθούμενα,εκρήξεις,κοκκινίζω,Στόμια,σπρέι,σπασίματα,Εκρήξεις,γκέιζερ,αναβλύζει,φτύνει
ενήλικες,ενήλικες,ηλικιωμένοι πολίτες,αρχαίοι,ηλικιωμένοι,χρυσοί γέροντες,μεσήλικες,παλιοσειρές,ηλικιωμένοι,ηλικιωμένοι
squirted => ψέκασε, squirrelling (away) => αποκομίζω (χρήματα), squirrelled (away) => αποθηκευμένος (κάπου), squirreling (away) => Αποθήκευση (μακριά), squirreled (away) => κρύφτηκε (μακριά),