Greek Meaning of stabbed
μαχαιρωμένος
Other Greek words related to μαχαιρωμένος
- τρύπησε
- ραμφισμένος
- διάλεξε
- τρυπητός
- τρυπημένος
- κολλημένος
- κέρατος
- χαρπουνάτος
- διάτρητος
- δεμένος
- ροζ
- τρύπησε
- διάτρητος
- έτρεξε μέσα
- σούβλα
- κομμένο σε φέτες
- λογχίζω
- αιχμηρό
- ψημένο στη σούβλα
- καθηλωμένος
- λαβωματισμένος με ξιφολόγχη
- ξιφολόγχη
- κόβω
- μαχαιρωμένος
- διάτρητος
- Όξυ
- τρυπημένος
- διακλαδωτός
- τρυπημένος
- σπειροειδής
- ώθηση
- διαπερνώ
Nearest Words of stabbed
- stab in the back => Μαχαιριά στην πλάτη
- squooshy => μαλακό
- squoosh => αεροστεγνός
- squirts => ψεκάζει
- squirted => ψέκασε
- squirrelling (away) => αποκομίζω (χρήματα)
- squirrelled (away) => αποθηκευμένος (κάπου)
- squirreling (away) => Αποθήκευση (μακριά)
- squirreled (away) => κρύφτηκε (μακριά)
- squirrel (away) => εξοικονόμηση
- stabbed in the back => μαχαιριά στην πλάτη
- stabbing in the back => μαχαιριά στην πλάτη
- stabled => στάβλισμα
- stabs => μαχαιριές
- stabs in the back => μαχαιριές στην πλάτη
- stack (up) => στοίβα (πάνω)
- stack up (against or with) => Συσσωρεύω (εναντίον ή με)
- stacked (up) => στοιβαγμένο
- stacked up (against or with) => στοίβαξα (ενάντια ή με)
- stacking => στοίβαγμα
Definitions and Meaning of stabbed in English
stabbed
thrust entry 1 sense 1, drive, to wound or pierce by the thrust of a pointed object or weapon, thrust, drive, betray, a sudden sharp feeling, a thrust of a pointed weapon, effort sense 2, try, a culture medium solidified in an upright column in a tube to reduce the surface to a minimum compare slant, a wound produced by a pointed object or weapon, stab culture, effort, try, a jerky thrust, to thrust or give a wound with or as if with a pointed weapon
FAQs About the word stabbed
μαχαιρωμένος
thrust entry 1 sense 1, drive, to wound or pierce by the thrust of a pointed object or weapon, thrust, drive, betray, a sudden sharp feeling, a thrust of a poin
τρύπησε,ραμφισμένος,διάλεξε,τρυπητός,τρυπημένος,κολλημένος,κέρατος,χαρπουνάτος,διάτρητος,δεμένος
No antonyms found.
stab in the back => Μαχαιριά στην πλάτη, squooshy => μαλακό, squoosh => αεροστεγνός, squirts => ψεκάζει, squirted => ψέκασε,