Greek Meaning of squirreled (away)
κρύφτηκε (μακριά)
Other Greek words related to κρύφτηκε (μακριά)
- αποδίδω
- βάζω στην άκρη
- κρυμμένος
- αποθηκευμένο
- αποθηκευμένος
- συσσωρευμένος
- συλλεγέν
- αποθησαυρισμένο
- κράτησε
- στον πάγκο
- αποθηκευμένο
- πολύτιμος
- αποθηκευμένο στην κρυφή μνήμη
- έβαλα στην άκρη
- τοποθετήθηκε δίπλα
- τοποθετημένο
- στρογγυλοποιήθηκε
- αλατισμένος
- ξυσμένο (μαζί)
- Αποθηκευμένο
- κεκτημένος
- Συγκεντρώθηκε
- συναρμολογημένο
- τραπεζική
- θαμένος
- κρυμμένο
- συμπυκνωμένος
- συντηρημένο
- κατατέθηκε
- συγκέντρωσε
- συλλεγμένοι
- σωρός
- στοιβάζω
- συντηρημένο
- κρατημένος
- Διατηρημένα
- εκκρινόμενο
- στοιβαγμένο
- εφοδιασμένος
- κατεχόμενος
- παραλαβή
- ορισμένο από
- καστ
- απορριφθεί
- πεταμένος
- ξεφορτωμένο
- σπαταλημένος
- καταναλώνεται
- πεταμένος (έξω ή μακριά)
- διανεμήθηκε
- παραδίδονται
- πέταξε
- Πέταξε
- εξαντλημένος
- διασκορπισμένος
- παρατημένος
- εξαντλημένος
- εξαντλημένος
- παραιτήθηκε
- δαπανηθεί
- σπατάλησα
- απορριφθείς
- έτρεξε μέσα
- παραδόθηκε
- φυσώ
- εξαντλημένος
- διαλυμένος
- διασκορπισμένος
- φτωχοποιημένος
- σπάταλος
- δαπάνησα λάθος
- διασκορπισμένο
- σπαταλημένο (μακριά)
Nearest Words of squirreled (away)
- squirreling (away) => Αποθήκευση (μακριά)
- squirrelled (away) => αποθηκευμένος (κάπου)
- squirrelling (away) => αποκομίζω (χρήματα)
- squirted => ψέκασε
- squirts => ψεκάζει
- squoosh => αεροστεγνός
- squooshy => μαλακό
- stab in the back => Μαχαιριά στην πλάτη
- stabbed => μαχαιρωμένος
- stabbed in the back => μαχαιριά στην πλάτη
Definitions and Meaning of squirreled (away) in English
squirreled (away)
to put (something) in a safe or secret place especially so that it can be kept for future use
FAQs About the word squirreled (away)
κρύφτηκε (μακριά)
to put (something) in a safe or secret place especially so that it can be kept for future use
αποδίδω,βάζω στην άκρη,κρυμμένος,αποθηκευμένο,αποθηκευμένος,συσσωρευμένος,συλλεγέν,αποθησαυρισμένο,κράτησε,στον πάγκο
καστ,απορριφθεί,πεταμένος,ξεφορτωμένο,σπαταλημένος,καταναλώνεται,πεταμένος (έξω ή μακριά),διανεμήθηκε,παραδίδονται,πέταξε
squirrel (away) => εξοικονόμηση, squirmy => σπασμωδικός, squirming => στριφογυρίζοντας, squirmed => στριφογυρίζω, squiring => Ξυλοφόρος,