Greek Meaning of stowed
αποθηκευμένος
Other Greek words related to αποθηκευμένος
- καστ
- καταναλώνεται
- απορριφθεί
- πεταμένος
- απορριφθείς
- ξεφορτωμένο
- σπαταλημένος
- φυσώ
- εξαντλημένος
- διασκορπισμένος
- παρατημένος
- εξαντλημένος
- εξαντλημένος
- πεταμένος (έξω ή μακριά)
- διανεμήθηκε
- παραδίδονται
- παραιτήθηκε
- διασκορπισμένο
- δαπανηθεί
- σπατάλησα
- παραδόθηκε
- πέταξε
- Πέταξε
- εξαντλημένος
- διαλυμένος
- διασκορπισμένος
- σπαταλημένο (μακριά)
- φτωχοποιημένος
- σπάταλος
- δαπάνησα λάθος
- έτρεξε μέσα
Nearest Words of stowed
Definitions and Meaning of stowed in English
stowed
to put aside, load entry 2 sense 1a, crowd, to dispose in an orderly fashion, load, to put away for future use, house, lodge, to eat or drink up, arrange sense 1, pack, to lock up for safekeeping, to put away
FAQs About the word stowed
αποθηκευμένος
to put aside, load entry 2 sense 1a, crowd, to dispose in an orderly fashion, load, to put away for future use, house, lodge, to eat or drink up, arrange sense
κράτησε,αποθηκευμένο,στεγασμένος,συσκευασμένο,κατατέθηκε,κελαριασμένο,κατατεθέν,Γκαράζ,σε υπόστεγο,βάζω
καστ,καταναλώνεται,απορριφθεί,πεταμένος,απορριφθείς,ξεφορτωμένο,σπαταλημένος,φυσώ,εξαντλημένος,διασκορπισμένος
stovepipes => σόμπες, stoutheartedly => γενναία, storytellers => αφηγητές, storms => καταιγίδες, storming => θυελλώδης,