FAQs About the word stragglers

καθυστερημένοι

to wander from the direct course or way, to wander from a course or way, to trail off from others of its kind, a straggling group (as of persons or objects)

Σύρονται,οι αργοπορημένοι,αλήτες,Γυμνοσάλιαγκες,τεμπέληδες,τεμπέλης

Τσαρλατάνοι,Ενεργοί

straggled => αργοπορώ, strafing => Χειροβομβίδα, strafed => βομβάρδισα, straddling => σταυροπόδι, straddled the fence => Βρίσκομαι ανάμεσα σε δύο επιλογές,