Greek Meaning of straightbred

καθαρόαιμο

Other Greek words related to καθαρόαιμο

Definitions and Meaning of straightbred in English

straightbred

produced by breeding a single breed, strain, or type

FAQs About the word straightbred

καθαρόαιμο

produced by breeding a single breed, strain, or type

ενδογαμικός,αιματηρός,Λινοκαλλιέργεια,Γενεαλογικό δέντρο,καθαρόαιμος,καθαρόαιμος,αγωνιστικό άλογο,καθαρόαιμος,καθαρόαιμος

ψυχρός,σταυρός,διασταύρωση,βαθμός,Υβρίδιο,μικτός,μουλάρι,τριυβρίδιο,διυβριδικός,μιγάς

straight arrows => Ίσια βέλη, straggles => παλεύει, stragglers => καθυστερημένοι, straggled => αργοπορώ, strafing => Χειροβομβίδα,