Greek Meaning of crossbred

διασταύρωση

Other Greek words related to διασταύρωση

Definitions and Meaning of crossbred in English

Wordnet

crossbred (a)

bred from parents of different varieties or species

FAQs About the word crossbred

διασταύρωση

bred from parents of different varieties or species

Υβρίδιο,μικτός,ψυχρός,σταυρός,υβριδοποιημένος,μουλάρι,ψυχρός,σταυρωμένος,διυβριδικός,βαθμός

αιματηρός,καθαρόαιμος,καθαρόαιμος,αγωνιστικό άλογο,καθαρόαιμος,ενδογαμικός,Γενεαλογικό δέντρο,καθαρόαιμος,Λινοκαλλιέργεια,καθαρόαιμο

crossbow => Ξυλώτα, crossbones => σταυρωτά κόκαλα, crossbill => σταυρωτός ράμφος, crossbencher => Ανεξάρτητος βουλευτής, crossbench => εγκάρσιος πάγκος,