Greek Meaning of crossbred
διασταύρωση
Other Greek words related to διασταύρωση
Nearest Words of crossbred
- crossbow => Ξυλώτα
- crossbones => σταυρωτά κόκαλα
- crossbill => σταυρωτός ράμφος
- crossbencher => Ανεξάρτητος βουλευτής
- crossbench => εγκάρσιος πάγκος
- crossbeam => δοκός
- crossbar => εγκάρσιο δοκάρι
- cross-banded => Σταυρωτά διακοσμημένος
- cross wire => Σταυροειδές σύρμα
- cross vine => Μπιγκόνια η καμερυνή
- crossbreed => διασταύρωση
- crossbreeding => Διασταύρωση
- cross-buttock => σταυρωτός
- crosscheck => αντιπαραβολή
- cross-check => Αντεξέταση
- cross-classification => Διασταυρωτή ταξινόμηση
- cross-country => Ανώμαλος δρόμος
- cross-country jumping => Άλμα εις μήκος σε ανώμαλο έδαφος
- cross-country riding => Ιππασία εκτός δρόμου
- cross-country skiing => Χιονοδρομία αντοχής
Definitions and Meaning of crossbred in English
crossbred (a)
bred from parents of different varieties or species
FAQs About the word crossbred
διασταύρωση
bred from parents of different varieties or species
Υβρίδιο,μικτός,ψυχρός,σταυρός,υβριδοποιημένος,μουλάρι,ψυχρός,σταυρωμένος,διυβριδικός,βαθμός
αιματηρός,καθαρόαιμος,καθαρόαιμος,αγωνιστικό άλογο,καθαρόαιμος,ενδογαμικός,Γενεαλογικό δέντρο,καθαρόαιμος,Λινοκαλλιέργεια,καθαρόαιμο
crossbow => Ξυλώτα, crossbones => σταυρωτά κόκαλα, crossbill => σταυρωτός ράμφος, crossbencher => Ανεξάρτητος βουλευτής, crossbench => εγκάρσιος πάγκος,