Greek Meaning of pedigreed

καθαρόαιμος

Other Greek words related to καθαρόαιμος

Definitions and Meaning of pedigreed in English

Wordnet

pedigreed (s)

having a list of ancestors as proof of being a purebred animal

FAQs About the word pedigreed

καθαρόαιμος

having a list of ancestors as proof of being a purebred animal

αγωνιστικό άλογο,αιματηρός,καθαρόαιμος,Γνησιόαιμος,καθαρόαιμος,καθαρόαιμος,ενδογαμικός,Γεννημένος με καθαρό αίμα,Ευγενής

Υβρίδιο,μικτός,μουλάρι,διασταύρωση,σταυρωμένος,ημίαιμος,υβριδοποιημένος,διασταύρωση,Εξωτερικός,μιγάς

pedigree clause => όρος γενεαλογικού δέντρου, pedigree => Γενεαλογικό δέντρο, pedigerous => Ποδόφορος, pediform => ποδιόσχημο, pedicure => Πεντικιούρ,