Greek Meaning of crossed

σταυρωμένος

Other Greek words related to σταυρωμένος

Definitions and Meaning of crossed in English

Wordnet

crossed (a)

placed crosswise

(of a check) marked for deposit only as indicated by having two lines drawn across it

FAQs About the word crossed

σταυρωμένος

placed crosswise, (of a check) marked for deposit only as indicated by having two lines drawn across it

σταυρός,διυβριδικός,υβριδοποιημένος,διασταύρωση,Εξωτερικός,τριυβρίδιο,διασταύρωση,βαθμός,Υβρίδιο,μιγάς

αιματηρός,καθαρόαιμος,αγωνιστικό άλογο,καθαρόαιμος,καθαρόαιμος,ενδογαμικός,Γενεαλογικό δέντρο,καθαρόαιμος,Λινοκαλλιέργεια,καθαρόαιμο

crosse => Crosse, cross-dresser => Μεταμφιεσμένοι, cross-dress => τρανσβεστισμός, cross-division => διατομεακή, crosscut saw => Εγκαρσία πριόνι,