Greek Meaning of crossbow
Ξυλώτα
Other Greek words related to Ξυλώτα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of crossbow
- crossbones => σταυρωτά κόκαλα
- crossbill => σταυρωτός ράμφος
- crossbencher => Ανεξάρτητος βουλευτής
- crossbench => εγκάρσιος πάγκος
- crossbeam => δοκός
- crossbar => εγκάρσιο δοκάρι
- cross-banded => Σταυρωτά διακοσμημένος
- cross wire => Σταυροειδές σύρμα
- cross vine => Μπιγκόνια η καμερυνή
- cross thwart => διασταυρώστε thwart
- crossbred => διασταύρωση
- crossbreed => διασταύρωση
- crossbreeding => Διασταύρωση
- cross-buttock => σταυρωτός
- crosscheck => αντιπαραβολή
- cross-check => Αντεξέταση
- cross-classification => Διασταυρωτή ταξινόμηση
- cross-country => Ανώμαλος δρόμος
- cross-country jumping => Άλμα εις μήκος σε ανώμαλο έδαφος
- cross-country riding => Ιππασία εκτός δρόμου
Definitions and Meaning of crossbow in English
crossbow (n)
a bow fixed transversely on a wooden stock grooved to direct the arrow (quarrel)
FAQs About the word crossbow
Ξυλώτα
a bow fixed transversely on a wooden stock grooved to direct the arrow (quarrel)
No synonyms found.
No antonyms found.
crossbones => σταυρωτά κόκαλα, crossbill => σταυρωτός ράμφος, crossbencher => Ανεξάρτητος βουλευτής, crossbench => εγκάρσιος πάγκος, crossbeam => δοκός,