Greek Meaning of straightened (up or out)
ισιωμένο (πάνω ή έξω)
Other Greek words related to ισιωμένο (πάνω ή έξω)
Nearest Words of straightened (up or out)
- straightened (out) => ισιωμένη (έξω)
- straightened => ίσιωσε
- straighten (up) => ευθυγραμμίζω (πάνω)
- straighten (up or out) => ισιώστε (πάνω ή έξω)
- straighten (out) => ισιώστε
- straightbred => καθαρόαιμο
- straight arrows => Ίσια βέλη
- straggles => παλεύει
- stragglers => καθυστερημένοι
- straggled => αργοπορώ
- straightened (up) => ίσιος (προς τα πάνω)
- straightening => ίσιωμα
- straightening (out) => Ίσιωμα (μαλλιών)
- straightening (up) => ευθυγράμμιση (προς τα πάνω)
- straightens => ισιώνει
- straightens (up) => ισιώνει (πάνω)
- straight-faced => σοβαροφανής
- straightforwards => ευθύς
- strains => στελέχη
- strait(s) => πορθμός
Definitions and Meaning of straightened (up or out) in English
straightened (up or out)
No definition found for this word.
FAQs About the word straightened (up or out)
ισιωμένο (πάνω ή έξω)
τροποποιημένος,συμπεριφέρεται,βελτιωμένη,μεταρρυθμισμένος,αναγεννημένος,βελτιωμένος,επισκευασμένο
οπισθοδρόμησε,υπέκυψε
straightened (out) => ισιωμένη (έξω), straightened => ίσιωσε, straighten (up) => ευθυγραμμίζω (πάνω), straighten (up or out) => ισιώστε (πάνω ή έξω), straighten (out) => ισιώστε,