Greek Meaning of straight-faced

σοβαροφανής

Other Greek words related to σοβαροφανής

Definitions and Meaning of straight-faced in English

straight-faced

a face giving no evidence of feeling and especially of amusement, a face giving no evidence of emotion and especially of merriment

FAQs About the word straight-faced

σοβαροφανής

a face giving no evidence of feeling and especially of amusement, a face giving no evidence of emotion and especially of merriment

Ανιαρός,ατάραχος,αποστασιοποιημένος,ξηρός,αναίσθητος,άψυχος,αναίσθητος,ανέκφραστος,φλεγματικός,στωικός

επιδεικτικός,δραματικός,συναισθηματικός,ενθουσιώδης,φλογερό,φλογερός,υστερικός,παθιασμένος,Μελοδραματικός,παθιασμένος

straightens (up) => ισιώνει (πάνω), straightens => ισιώνει, straightening (up) => ευθυγράμμιση (προς τα πάνω), straightening (out) => Ίσιωμα (μαλλιών), straightening => ίσιωμα,