Greek Meaning of unmoved

ακίνητος

Other Greek words related to ακίνητος

Definitions and Meaning of unmoved in English

Wordnet

unmoved (a)

emotionally unmoved

Wordnet

unmoved (s)

being in the original position; not having been moved

Webster

unmoved (a.)

Not moved; fixed; firm; unshaken; calm; apathetic.

FAQs About the word unmoved

ακίνητος

emotionally unmoved, being in the original position; not having been movedNot moved; fixed; firm; unshaken; calm; apathetic.

Ήρεμος,αποστασιοποιημένος,αναίσθητος,μουδιασμένο,στωικός,απόμακρος,αδιάφορος ,Ανιαρός,κρύος,συλλεγέν

φλογερός,καίγοντας,επιδεικτικός,συναισθηματικός,ενθουσιώδης,φλογερό,φλογερός,φλογερός,παθιασμένος,παθιασμένος

unmovably => Αμετακίνητα, unmovable => Ακίνητος, unmourned => απένθητος, unmould => αποκαλούπωση, unmotorized => Μη μηχανοκίνητος,