Greek Meaning of reactive
αντιδραστικός
Other Greek words related to αντιδραστικός
- αυτόματος
- εξαρτημένος από κάποιον όρο
- μηχανικός
- μηχανικό
- απλός
- αυθόρμητος
- ξαφνικός
- τυφλός
- αυτοσχέδιος
- παρορμητικός
- ενστικτώδης
- ακούσιος
- ανεξέλεγκτος
- γονάτου τζερκ
- γρήγορος
- αντανακλαστικό
- ρομποτικός
- ριζωμένος
- ξαφνικά
- Αναίσθητος
- ανεξέλεγκτο
- απροετοίμαστος
- αβάσιμος
- απρόσεκτος
- σπλαγχνικός
- ενστικτώδης
- ανεπίσημος
- ευκαιρία
- βαθύς
- βαθιά ριζωμένο
- Βαθιά ριζωμένος
- εδραιωμένος
- αυτοσχεδιαστικός
- αυτοσχέδιος
- τυχαίος
- Επιπόλαιος
- παρορμητικός
- αυτοσχέδιος
- ακούσιος
- οχυρωμένος
- ανόητος
- φυσικός
- αυτοσχέδιο
- πρόχειρα
- επιπόλαιος
- παβλοβιανός
- τυχαίος
- Δερματικό εξάνθημα
- Έτοιμος
- Κλικ
- παρορμητικός
- υποσυνείδητος
- απρόσεκτος
- αυθόρμητο
- ακούσιος
- ακούσιο
- απρογραμμάτιστος
- μη προμελετημένο
- αυθόρμητο
- αναπάντεχος
- αμελέτητος
- απρόθυμος
- άθελά του
- έμφυτος
- υπολογισμένος
- προσεκτικός
- συνειδητός
- Καλλιεργούμενος
- εσκεμμένος
- σχεδιασμένος
- σκοπούμενος
- εκούσιος
- προκαθορισμένος
- προετοιμασμένος
- αιτιολογημένος
- εκλεπτυσμένος
- προβλεπόμενος
- στοχαστικός
- εθελοντικός
- εθελοντικός
- εσκεμμένος
- διαθήκη
- εκούσιος
- Συμβουλευόταν
- εκ προθέσεως
- θεωρούμενος
- ελεγχόμενο
- διορατικός
- προνοητικός
- διαχειρίσιμος
- μετρημένος
- σχολαστικός
- προληπτικός
- προβλεπόμενος
- μελετήθηκε
- υπερμετρωπικός, μυωπικός
- μπροστά
- προοπτικός
- Μη μηχανικός
- lungimirante
- προνοητικός
- ανθεκτικός
- οραματιστής
Nearest Words of reactive
- reactivate => Ενεργοποίηση εκ νέου
- reaction-propulsion engine => Μηχανή αντίδρασης-πρόωσης
- reactionist => αντιδραστικός
- reactionism => αντιδραστικότητα
- reactionary => αντιδραστικός
- reactionaries => αντιδραστικοί
- reaction turbine => αντιδραστική στρόβιλος
- reaction time => Χρόνος αντίδρασης
- reaction propulsion => Προώθηση αντίδρασης
- reaction formation => Αντιδραστικός σχηματισμός
- reactive depression => αντιδραστική κατάθλιψη
- reactive schizophrenia => Αντιδραστική σχιζοφρένεια
- reactivity => αντιδραστικότητα
- reactor => Αντιδραστήρας
- read => διαβάζω
- read between the lines => Διαβάζω τα ενδιάμεσα
- read method => μέθοδος ανάγνωσης
- read method of childbirth => Η μέθοδος ανάγνωσης του τοκετού
- write head => Γράφον κεφαλή
- write memory => Γράψτε τη μνήμη
Definitions and Meaning of reactive in English
reactive (a)
participating readily in reactions
reactive (s)
reacting to a stimulus
reactive (a.)
Having power to react; tending to reaction; of the nature of reaction.
FAQs About the word reactive
αντιδραστικός
participating readily in reactions, reacting to a stimulusHaving power to react; tending to reaction; of the nature of reaction.
αυτόματος,εξαρτημένος από κάποιον όρο,μηχανικός,μηχανικό,απλός,αυθόρμητος,ξαφνικός,τυφλός,αυτοσχέδιος,παρορμητικός
υπολογισμένος,προσεκτικός,συνειδητός,Καλλιεργούμενος,εσκεμμένος,σχεδιασμένος,σκοπούμενος,εκούσιος,προκαθορισμένος,προετοιμασμένος
reactivate => Ενεργοποίηση εκ νέου, reaction-propulsion engine => Μηχανή αντίδρασης-πρόωσης, reactionist => αντιδραστικός, reactionism => αντιδραστικότητα, reactionary => αντιδραστικός,