Greek Meaning of reactive

αντιδραστικός

Other Greek words related to αντιδραστικός

Definitions and Meaning of reactive in English

Wordnet

reactive (a)

participating readily in reactions

Wordnet

reactive (s)

reacting to a stimulus

Webster

reactive (a.)

Having power to react; tending to reaction; of the nature of reaction.

FAQs About the word reactive

αντιδραστικός

participating readily in reactions, reacting to a stimulusHaving power to react; tending to reaction; of the nature of reaction.

αυτόματος,εξαρτημένος από κάποιον όρο,μηχανικός,μηχανικό,απλός,αυθόρμητος,ξαφνικός,τυφλός,αυτοσχέδιος,παρορμητικός

υπολογισμένος,προσεκτικός,συνειδητός,Καλλιεργούμενος,εσκεμμένος,σχεδιασμένος,σκοπούμενος,εκούσιος,προκαθορισμένος,προετοιμασμένος

reactivate => Ενεργοποίηση εκ νέου, reaction-propulsion engine => Μηχανή αντίδρασης-πρόωσης, reactionist => αντιδραστικός, reactionism => αντιδραστικότητα, reactionary => αντιδραστικός,