Greek Meaning of instinctual
ενστικτώδης
Other Greek words related to ενστικτώδης
- αυτόματος
- ενστικτώδης
- μηχανικός
- μηχανικό
- αντανακλαστικό
- ρομποτικός
- αυθόρμητος
- ξαφνικά
- ξαφνικός
- παρορμητικός
- ακούσιος
- γονάτου τζερκ
- φυσικός
- γρήγορος
- αντιδραστικός
- απλός
- Αναίσθητος
- απρόθυμος
- σπλαγχνικός
- τυφλός
- ανεπίσημος
- ευκαιρία
- εξαρτημένος από κάποιον όρο
- αυτοσχεδιαστικός
- αυτοσχέδιος
- τυχαίος
- Επιπόλαιος
- παρορμητικός
- αυτοσχέδιος
- αυτοσχέδιος
- ακούσιος
- ανόητος
- πρόχειρα
- παβλοβιανός
- τυχαίος
- Δερματικό εξάνθημα
- Έτοιμος
- Κλικ
- παρορμητικός
- υποσυνείδητος
- απρόσεκτος
- αυθόρμητο
- ακούσιος
- ακούσιο
- απρογραμμάτιστος
- μη προμελετημένο
- απροετοίμαστος
- αβάσιμος
- αναπάντεχος
- αμελέτητος
- άθελά του
- συνειδητός
- εσκεμμένος
- εκούσιος
- προετοιμασμένος
- εθελοντικός
- εθελοντικός
- εσκεμμένος
- εκούσιος
- εκ προθέσεως
- υπολογισμένος
- προσεκτικός
- Καλλιεργούμενος
- σχεδιασμένος
- σκοπούμενος
- σχολαστικός
- Μη μηχανικός
- προκαθορισμένος
- προβλεπόμενος
- αιτιολογημένος
- εκλεπτυσμένος
- προβλεπόμενος
- στοχαστικός
- διαθήκη
- Συμβουλευόταν
- θεωρούμενος
- διορατικός
- προνοητικός
- μετρημένος
- μελετήθηκε
Nearest Words of instinctual
Definitions and Meaning of instinctual in English
instinctual
impelled by an inner or animating or exciting agency, behavior that is mediated by reactions below the conscious level, a largely inheritable and unalterable tendency of an organism to make a complex and specific response to environmental stimuli without involving reason, profoundly imbued, behavior that is based on automatic actions, a natural or inherent aptitude, impulse, or capacity, a natural ability or inclination, an act or course of action in response to a stimulus that is usually inherited and is automatic rather than learned
FAQs About the word instinctual
ενστικτώδης
impelled by an inner or animating or exciting agency, behavior that is mediated by reactions below the conscious level, a largely inheritable and unalterable te
αυτόματος,ενστικτώδης,μηχανικός,μηχανικό,αντανακλαστικό,ρομποτικός,αυθόρμητος,ξαφνικά,ξαφνικός,παρορμητικός
συνειδητός,εσκεμμένος,εκούσιος,προετοιμασμένος,εθελοντικός,εθελοντικός,εσκεμμένος,εκούσιος,εκ προθέσεως,υπολογισμένος
instincts => ένστικτα, instigators => υποκινητές, instigations => υποκινήσεις, instants => στιγμές, instantiating => τυποποίηση,