Greek Meaning of instantiated
αποτελέσθηκε
Other Greek words related to αποτελέσθηκε
- ενσωματωμένο
- εκφράστηκαν
- ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία)
- πραγματοποιημένος
- ενσωμάτωσε
- παραδειγματίζεται
- εξωτερικευμένος
- εικονογραφημένο
- ενσαρκωμένος
- εκδηλώθηκε
- υλοποιημένος
- εξατομικευμένη
- προσωποποιημένος
- πραγματοποιημένο
- συμβολίζεται
- ενσωματωμένος
- Ενσωματωμένο
- εικόνα
- Αντικειμενοποιημένος
- τεκμηριωμένος
- (χαρακτηριστικό)
Nearest Words of instantiated
Definitions and Meaning of instantiated in English
instantiated
to represent (an abstraction) by a concrete instance
FAQs About the word instantiated
αποτελέσθηκε
to represent (an abstraction) by a concrete instance
ενσωματωμένο,εκφράστηκαν,ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία),πραγματοποιημένος,ενσωμάτωσε,παραδειγματίζεται,εξωτερικευμένος,εικονογραφημένο,ενσαρκωμένος,εκδηλώθηκε
ασώματος
instances => περιπτώσεις, installment plans => σχέδια δόσεων, installations => εγκαταστάσεις, inspires => εμπνέει, εμπνέει, inspirations => εμπνεύσεις,