Greek Meaning of typified
(χαρακτηριστικό)
Other Greek words related to (χαρακτηριστικό)
- παραδειγματίζεται
- εικονογραφημένο
- συμβολίζεται
- ενσωματωμένο
- ενσωμάτωσε
- εκφράστηκαν
- εικόνα
- ενσαρκωμένος
- ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία)
- αποτελέσθηκε
- εκδηλώθηκε
- Αντικειμενοποιημένος
- εξατομικευμένη
- προσωποποιημένος
- πραγματοποιημένος
- ενσωματωμένος
- Ενσωματωμένο
- εξωτερικευμένος
- υλοποιημένος
- πραγματοποιημένο
- τεκμηριωμένος
Nearest Words of typified
Definitions and Meaning of typified in English
typified
to have or include the special or main characteristics of, represent sense 2, to represent in typical fashion, to embody the essential or salient characteristics of
FAQs About the word typified
(χαρακτηριστικό)
to have or include the special or main characteristics of, represent sense 2, to represent in typical fashion, to embody the essential or salient characteristic
παραδειγματίζεται,εικονογραφημένο,συμβολίζεται,ενσωματωμένο,ενσωμάτωσε,εκφράστηκαν,εικόνα,ενσαρκωμένος,ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία),αποτελέσθηκε
No antonyms found.
typicalness => Τυπικότητα, types => τύποι, typed => πληκτρολογημένος, tykes => πιτσιρίκια, tying into => Συνδεόμενο με,