Greek Meaning of tyrannically

Τυραννικά

Other Greek words related to Τυραννικά

Definitions and Meaning of tyrannically in English

tyrannically

of, relating to, or characteristic of a tyrant or tyranny, being or characteristic of a tyrant or tyranny

FAQs About the word tyrannically

Τυραννικά

of, relating to, or characteristic of a tyrant or tyranny, being or characteristic of a tyrant or tyranny

βάρβαρα,αδιάφορα,σκληρά,απάνθρωπα,απάνθρωπα,απάνθρωπα,αναίσθητα,ανελέητα,πεισματικά,καταπιεστικά

Φιλάνθρωπα,απαλά,επιεικώς,ελαφρά,ήπια,απαλά,προσεκτικά,θερμά,ευγενώς,παρακαλώ

typifying => τυπικό, typified => (χαρακτηριστικό), typicalness => Τυπικότητα, types => τύποι, typed => πληκτρολογημένος,