Greek Meaning of pitilessly
ανελέητα
Other Greek words related to ανελέητα
- βάρβαρα
- αδιάφορα
- Ψυχρά και υπολογισμένα
- σκληρά
- απάνθρωπα
- απάνθρωπα
- απάνθρωπα
- αναίσθητα
- ανελέητα
- πεισματικά
- ανελέητα
- αυστηρά
- αναίσθητα
- αδυσώπητα
- ανηλεώς
- Τυραννικά
- αναπόδεικτα
- υβριστικά
- κτηνώδης
- σκυθρωπά
- σκληρός
- άρρωστος
- αναισθητά
- καταπιεστικά
- περίπου
- αγρία
- σοβαρά
- άκαμπτα
- κακόβουλα
- σκληρόκαρδα
- επιθετικά
- με αυτοπεποίθηση
- αποφασιστικά
- αποφασιστικά
- σταθερά
- απότομα
- μόλις
- αποφασιστικά
- έντονα
- σκληρά
Nearest Words of pitilessly
Definitions and Meaning of pitilessly in English
pitilessly (r)
without pity; in a merciless manner
FAQs About the word pitilessly
ανελέητα
without pity; in a merciless manner
βάρβαρα,αδιάφορα,Ψυχρά και υπολογισμένα,σκληρά,απάνθρωπα,απάνθρωπα,απάνθρωπα,αναίσθητα,ανελέητα,πεισματικά
απαλά,παρακαλώ,επιεικώς,ελαφρά,ερωτικά,ήπια,απαλά,τρυφερά,Φιλάνθρωπα,καλοπροαίρετα
pitiless => άσπλαχνος, pitifully => λυπητερά, pitiful => θλιβερός, pities => οίκτος, pitier => οίκτος,