Greek Meaning of assertively
με αυτοπεποίθηση
Other Greek words related to με αυτοπεποίθηση
- επιθετικά
- αποφασιστικά
- αποφασιστικά
- σταθερά
- σκυθρωπά
- απότομα
- αποφασιστικά
- έντονα
- σκληρά
- υβριστικά
- κτηνώδης
- αδιάφορα
- αναίσθητα
- ανελέητα
- πεισματικά
- ανελέητα
- αγρία
- αυστηρά
- ανηλεώς
- κακόβουλα
- αναπόδεικτα
- βάρβαρα
- Ψυχρά και υπολογισμένα
- σκληρός
- σκληρά
- απάνθρωπα
- άρρωστος
- απάνθρωπα
- απάνθρωπα
- αναισθητά
- καταπιεστικά
- ανελέητα
- περίπου
- σοβαρά
- άκαμπτα
- αναίσθητα
- αδυσώπητα
- σκληρόκαρδα
- Τυραννικά
Nearest Words of assertively
Definitions and Meaning of assertively in English
assertively (r)
in an assertive manner
FAQs About the word assertively
με αυτοπεποίθηση
in an assertive manner
επιθετικά,αποφασιστικά,αποφασιστικά,σταθερά,σκυθρωπά,απότομα,αποφασιστικά,έντονα,σκληρά,υβριστικά
απαλά,επιεικώς,ελαφρά,ήπια,απαλά,Φιλάνθρωπα,συμπονετικά,προσεκτικά,θερμά,ευγενώς
assertive => διεκδικητικός, assertion => Ισχυρισμός, asserting => ισχυριζόμενος, asserter => δηλωτής, asserted => διεβεβαίωσε,