Greek Meaning of assessing

αξιολόγηση

Other Greek words related to αξιολόγηση

Definitions and Meaning of assessing in English

Webster

assessing (p. pr. & vb. n.)

of Assess

FAQs About the word assessing

αξιολόγηση

of Assess

φόρτιση,επιβλητικός,επιβολή,απαιτητικός,πρόστιμο,τοποθέτηση,τιμωρητικός,θέση,φορολόγηση,αιμορραγία

φθίνων,αγνοώντας,μείωση,αποστολέας,μειούμενου,αγνοώντας,δικαιολογία,συγχωρητικός,Απελευθέρωση,ανεκτικότητα

assessee => φορολογούμενος, assessed => εκτιμηθεί, assessable => Αξιολογήσιμος, assess => αξιολογώ, asses => γαϊδούρια,