Greek Meaning of taxing

φορολόγηση

Other Greek words related to φορολόγηση

Definitions and Meaning of taxing in English

Wordnet

taxing (s)

not easily borne; wearing

Webster

taxing (p. pr. & vb. n.)

of Tax

FAQs About the word taxing

φορολόγηση

not easily borne; wearingof Tax

απαιτητικός,απαιτητικός,δύσκολο,επίπονος,βαρύς,απαιτητικός,φοβερός,εξαντλητικός,εξαντλητικός,σκληρός

εύκολος,φως,απλός,λείο,ανεπιτήδευτο,ανεπιτήδευτος,εύκολος,ανεπιτήδευτος,ανεξερεύνητο

taxine => ταξίνη, tax-increase => αύξηση φόρου, taximeter => Ταξίμετρο, taximan => ταξιτζής, taxidriver => ταξιτζής,