Greek Meaning of exacting
απαιτητικός
Other Greek words related to απαιτητικός
- προσεκτικός
- απαιτητικός
- εκλεκτικός
- χαριτωμένος
- λεπτός
- απαιτητικός
- απαιτητικός
- επιτηδευμένος
- δύσκολος
- επιλεκτικός
- επιλεκτικός
- σχολαστικός
- ωραίο
- ιδιαίτερο
- σχολαστικός
- ψιλολόγος
- επιλεκτικός
- επιλεκτικός
- κακόβουλος
- κριτική
- διακριτικός
- διαχωριστικός
- διορατικός
- με γνώσεις
- γεροντοκόρη
- επιμελής
- σχολαστικός
- συνειδητός
- γκρινιάρης
- επικριτικός
- κουβέντα
- λογομαχώ
- εντοπισμός σφάλματος
- υπερκριτικός
- υπερβολικά επικριτικός
- δύστροπος
- πείσμων
- ακανθώδης
- σφιγμένος
- άκαμπτος
- ναυτία
- ευαίσθητος
- ευαίσθητος
- υπερβολικά σχολαστικός
- Απαιτητικός
- Υπερβολικά γρήγορα
Nearest Words of exacting
Definitions and Meaning of exacting in English
exacting (a)
having complicated nutritional requirements; especially growing only in special artificial cultures
exacting (s)
severe and unremitting in making demands
requiring precise accuracy
exacting (p. pr. & vb. n.)
of Exact
exacting (a.)
Oppressive or unreasonably severe in making demands or requiring the exact fulfillment of obligations; harsh; severe.
FAQs About the word exacting
απαιτητικός
having complicated nutritional requirements; especially growing only in special artificial cultures, severe and unremitting in making demands, requiring precise
προσεκτικός,απαιτητικός,εκλεκτικός,χαριτωμένος,λεπτός,απαιτητικός,απαιτητικός,επιτηδευμένος,δύσκολος,επιλεκτικός
Φιλικός,αέρας,ανέμελος,ευέλικτος,αδιάφορος,χαλαρός,επιεικής,χαλαρός,Χαμηλή πίεση,χαλαρός
exacter => ακριβέστερος, exacted => εκτελείται, exacta => ακριβείς, exact => ακριβές, exacritude => ακρίβεια,