Greek Meaning of prissy
άκαμπτος
Other Greek words related to άκαμπτος
- προσεκτικός
- κριτική
- χαριτωμένος
- λεπτός
- απαιτητικός
- απαιτητικός
- επιλεκτικός
- επιλεκτικός
- ωραίο
- ιδιαίτερο
- σχολαστικός
- ψιλολόγος
- επιλεκτικός
- σφιγμένος
- κακόβουλος
- απαιτητικός
- εκλεκτικός
- διακριτικός
- διαχωριστικός
- απαιτητικός
- επιτηδευμένος
- δύσκολος
- υπερκριτικός
- διορατικός
- με γνώσεις
- σχολαστικός
- μιμινίδι-πιμινίδι
- γεροντοκόρη
- υπερβολικά επικριτικός
- σχολαστικός
- επιλεκτικός
- γκρινιάρης
- επικριτικός
- κουβέντα
- λογομαχώ
- εντοπισμός σφάλματος
- επιμελής
- δύστροπος
- πείσμων
- ακανθώδης
- ναυτία
- συνειδητός
- ευαίσθητος
- ευαίσθητος
- υπερβολικά σχολαστικός
- Απαιτητικός
- ναυτία
- Υπερβολικά γρήγορα
Nearest Words of prissy
- prissily => πολύ επίσημα
- prisonlike => σαν φυλακή
- prisoner's base => Η βάση του κρατουμένου
- prisoner of war censorship => Λογοκρισία αιχμαλώτων πολέμου
- prisoner of war camp => Στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου
- prisoner of war => αιχμάλωτος πολέμου
- prisoner => κρατούμενος
- prison-breaking => απόδραση φυλακής
- prisonbreak => Λύτρωση
- prison term => ποινή φυλάκισης
Definitions and Meaning of prissy in English
prissy (s)
exaggeratedly proper
excessively fastidious and easily disgusted
FAQs About the word prissy
άκαμπτος
exaggeratedly proper, excessively fastidious and easily disgusted
προσεκτικός,κριτική,χαριτωμένος,λεπτός,απαιτητικός,απαιτητικός,επιλεκτικός,επιλεκτικός,ωραίο,ιδιαίτερο
Φιλικός,αέρας,ανέμελος,ευέλικτος,αδιάφορος,χαλαρός,επιεικής,χαλαρός,Χαμηλή πίεση,επιτρεπτικό
prissily => πολύ επίσημα, prisonlike => σαν φυλακή, prisoner's base => Η βάση του κρατουμένου, prisoner of war censorship => Λογοκρισία αιχμαλώτων πολέμου, prisoner of war camp => Στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου,