Greek Meaning of carping

επικριτικός

Other Greek words related to επικριτικός

Definitions and Meaning of carping in English

Wordnet

carping (n)

persistent petty and unjustified criticism

Webster

carping (p. pr. & vb. n.)

of Carp

Webster

carping (a.)

Fault-finding; censorious caviling. See Captious.

FAQs About the word carping

επικριτικός

persistent petty and unjustified criticismof Carp, Fault-finding; censorious caviling. See Captious.

κακόβουλος,κριτική,κουβέντα,λογομαχώ,απαιτητικός,εντοπισμός σφάλματος,υπερκριτικός,επικριτικός,αμείλικτος,υπερβολικά επικριτικός

ακρτικός,αδιάκριτος,φιλανθρωπικός,ανεπιτήδευτο,συγχωρητικός,ανέμελος

carpinaceae => Καρπικαίδες, carpi => κυπρίνος, carphophis amoenus => Carphophis amoenus, carphophis => Φίδια, carphology => Καρφολογία,