Greek Meaning of unforgiving

αμείλικτος

Other Greek words related to αμείλικτος

Definitions and Meaning of unforgiving in English

Wordnet

unforgiving (a)

unwilling or unable to forgive or show mercy

Wordnet

unforgiving (s)

not to be placated or appeased or moved by entreaty

FAQs About the word unforgiving

αμείλικτος

unwilling or unable to forgive or show mercy, not to be placated or appeased or moved by entreaty

αδιάλλακτος,αμετάπειστος,παραπονούμενος,Ανυπόμονος,δυσανεκτός,διαμαρτυρόμενος,γκρινιάρης,γκρίνια,γκρινιάζω,κραυγάζοντας

μόνιμος,Αποδεκτός,ανθεκτικός,συγχωρητικός,ασθενής,ανεκτικός,ανεκτικός,γκρινιάρης,πρόθυμος,επιεικής

unforgivably => ασυγχώρητος, unforgivable => Ασυγχώρητο, unforgettably => αξέχαστα, unforgettable => αξέχαστος, unforfeitable => αμετάβλητος,